Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

цену κατεβάζω την τιμή

  • 1 убавить

    -влю -вишь ρ.σ.μ.
    μειώνω, ελαττώνω, λιγοστεύω• περιορίζω, συντομεύω• κοντεύω, βραχύνω•

    убавить цену κατεβάζω την τιμή•

    убавить размер μειώνω το μέγεθος•

    убавить скорость ελαττώνω την ταχύτητα•

    убавить расходы περιορίζω τα έξοδα•

    убавить свет ή света λιγοστεύω το φως•

    убавить рукава κοντεύω τα μανίκια•

    убавить срок συντομεύω την προθεσμία.

    || αδυνατίζω, ξεπέφτω, χάνω από το βάρος μου•

    убавить в весе χάνω από το βάρος μου.

    μειώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > убавить

  • 2 убавить

    1. (отнимая часть, уменьшить) μειώνω, λιγοστεύω, μικραίνω 2. (величину, количество, степень, силу) μειώνω, ελαττώνω, λιγοστεύω
    - скорость - την ταχύτητα.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > убавить

  • 3 сбить

    собью, собьшь, προστκ. сбей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сбитый, βρ: -сбит, -а, -о.
    1. καταρρίπτω χτυπώντας•

    сбить яблоки с ветки ρίχνω κάτω τα μήλα από το κλαδί•

    сбить человека с ног ρίχνω κάμω τον άνθρωπο (στεκόμενοη βαδίζοντα)•

    сбить самолт καταρρίπτω αεροπλάνο.

    || αποσπώ• σπάζω•

    сбить замок с двери σπάζω την κλείδων ιά της πόρτας.

    || απωθώ, εκδιώκω, βγάζω•

    сбить полк с позиции βγάζω το σύνταγμα από τις θέσεις (που κατέχει),

    2. φθείρω, χαλνώ με το χτύπημα, το βάδισμα•

    сбить каблук χαλνώ το τακούνι•

    сбить подковы φθείρω τα πέταλα.

    || γρατσουνιζω, εκδέρω.
    3. κινώ, κουνώ, μετακινώ με χτύπημα ή σπρώξιμο. || χαλνώ, ανατρέπω•

    сбить прицель χαλνώ τη σκόπευση•

    сбить планы χαλνώ τα σχέδια.

    4. (κυρλξ. κ. μτφ.) εκτρέπω• παρεκκλίνω•

    сбить с дороги εκτρέπω της οδού.

    5. (για σκέψη, συνομιλία)• στρέφω, γυρίζω αλλού.
    6. μπερδεύω, συγχύζω• περιπλέκω•

    сбить на допросе μπερδεύω κατά την ανάκριση•

    на экзамене μπερδεύω στην εξέταση.

    7. μειώνω, ελαττώνω, λιγοστεύω• χαμηλώνω, κατεβάζω•

    сбить температуру жаропонижающими средствами κατεβάζω τον πυρετό με αντ ιπυρετικά φάρμακα.

    || χτυπώ., προκαλώ πτώση•

    сбить цену χτυπώ την τιμή.

    8. συνενώνω, συνδέω, καρφώνω, κάνω, σκαρώνω•

    сбить полы φτιάχνω πατώματα•

    сбить ящик из досок φτιάχνω κιβώτιο από σανίδια.

    9. μαζεύω, συγκεντρώνω•

    сбить всех в кучу συγκεντρώνω όλους σωρό.

    || δημιουργώ• οργανώνω, ιδρύω. || (απλ.) αποταμιεύω, μαζεύω, οικονομώ.
    10. χτυπώ, δέρνω•

    сбить желтки χτυπώ τους κρόκους.

    || (για μαλλιά)• ανακατώνω.
    11. εξάγω, βγάζω•

    сбить масло βγάζω βούτυρο (χτυπώντας το γάλα).

    || ετοιμάζω, φτιάχνω•

    сбить шерсть ξένω το μαλλί•

    сбить печь φτιάχνω φούρνο.

    εκφρ.
    сбить спесь (гонор, форсκ.τ.τ.) с кого κόβω τη φόρα (τον αέρα) κάποιου (ταπεινώνω)•
    сбить с пути – βγάζω κάποιον από το σωστό δρόμο.
    1. μετακινούμαι, ξεφεύγω (από τη θέση)•

    бинт -лся ο επίδεσμος ξέφυγε•

    галстук -лся η γραβάτα ξέφυγε (στράβωσε)•

    шляпа -лась на бок η ρεμπούμπλικα έκλινε πλάγια•

    пристрелка орудия -лась η σκόπευση του πυροβόλου ξέφυγε.

    || αποτυχαίνω•

    дело -лось η υπόθεση απέτυχε (χάθηκε).

    2. χτυπιέμαι, βλάπτομαι• αχρηστεύομαι. || φθείρομαι• στραβοπατιέμαι.
    3. ξεστρατίζομαι, ξεφεύγω από το δρόμο, παραστρατώ• περιπλανιέμαι•

    сбить с дороги ξεστρατίζομαι,.

    ξεφεύγω, παρεκκλίνω (από το θέμα κ.τ.τ.).
    4. περνώ, γίνομαι, καθίσταμαι• μεταβάλλομαι, μετατρέπομαι.
    5. μπερδεύομαι, συγχύζομαι, τα χάνω•

    он -лся на экзаменах αυτός τά χασέ στις εξετάσεις.

    6. στριμώχνομαι, συνωστίζομαι, συνωθούμαι. || ιδρύομαι, δημιουργούμαι, σχηματίζομαι• οργανώνομαι. || (για μέσα, χρήματα) μαζεύομαι• αποταμιεύομαι.
    7. (για ρευστά) πηχτώνω από το χτύπημα. || (για μαλλιά) ανακατεύομαι.
    εκφρ.
    сбить с ног – μου κόβονται τα πόδια (από την κούραση)•
    сбить с ноги – χάνω το βήμα (κατά το βηματισμό)•
    сбить с пути – ξεφεύγω από τον κανονικό δρόμο, παίρνω άσχημο δρόμο.

    Большой русско-греческий словарь > сбить

  • 4 понизить

    -нижу, -низишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пониженный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. χαμηλώνω•

    понизить забор χαμηλώνω τον περίβολο.

    2. μειώνω, ελαττώνω, λιγοστεύω• κατεβάζω•

    понизить давление ελαττώνω την πίεση•

    понизить цену μειώνω την τιμή•

    понизить температуру κατεβάζω τη θερμοκρασία.

    3. υποβιβάζω (βαθμό, αξίωμα).
    μουσ. χαμηλώνω•

    понизить тон струны χαμηλώνω τον τόνο της χορδής•

    понизить голос χαμηλώνω τη φωνή.

    1. χαμηλώνω, γίνομαι πιο χαμηλός.
    2. μειώνομαι, ελαττώνομαι, λιγοστεύω• κατεβαίνω.

    Большой русско-греческий словарь > понизить

  • 5 занижать

    1. (оценку) υποεκτιμώ, υποβαθ-μολογώ, μειώνω τη βαθμολογία 2. (техниче-скую характеристику) υποβαθμίζω/μειώνω (τα τεχνικά χαρακτηριστικά) 3. (цену) μειώνω/κατεβάζω (την τιμή)
    υποτιμολογώ

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > занижать

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»